- ενιπη
- ἐνιπήἐνῑπήдор. ἐνιπά ἥ порицание, упрек Hom., Pind.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ενιπή — ἐνιπή, η (Α) 1. επίπληξη, επιτίμηση, παρατήρηση, κατσάδα («αἰδεσθεὶς βασιλῆος ἐνιπήν», Ομ. Οδ.) 2. ύβρις, λοιδορία, χλευασμός, εμπαιγμός («ἐπίσχετε θυμὸν ἐνιπῆς», συγκρατείστε την ψυχή σας από τον χλευασμό, Ομ. Οδ.) 3. οργή («ἐνιπαὶ ἀθανάτων»,… … Dictionary of Greek
ἐνιπῇ — ἐνίπτω reprove aor subj pass 3rd sg ἐνῑπῇ , ἐνιπή rebuke fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνιπή — ἐνῑπή , ἐνιπή rebuke fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐνιπῇ — Ἐνιπῆι , Ἐνιπεύς masc dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενίπτω — ἐνίπτω (AM) λοιδορώ, κακολογώ αρχ. 1. επιτιμώ, επιπλήττω, ονειδίζω, κατηγορώ («καί μιν ὑπόδρα ἰδὼν χαλεπῷ ἠνίπαπε μύθῳ», Ομ. Ιλ.) 2. λέω, μιλώ, αναγγέλλω («ἁδείας ἐνίπτων ἐλπίδας» αναγγέλοντας γλυκιές ελπίδες, Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ενιπή] … Dictionary of Greek
ενίσσω — ἐνίσσω (Α) παράλλ. τ. τού ενίπτω* 1. επιπλήττω, ονειδίζω, προσβάλλω 2. κακομεταχειρίζομαι («ἀλλ ἔπεσίν τε κακοῑσιν ἐνίσσομεν ἠδὲ βολῆσιν» τόν προσβάλλαμε, τόν κακομεταχειριζόμαστε με κακούς και προσβλητικούς λόγους και χτυπήματα, Ομ. Οδ.).… … Dictionary of Greek
ἐνιπαῖς — ἐνῑπαῖς , ἐνιπή rebuke fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνιπαί — ἐνῑπαί , ἐνιπή rebuke fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνιπάν — ἐνῑπά̱ν , ἐνιπή rebuke fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνιπάς — ἐνῑπά̱ς , ἐνιπή rebuke fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνιπῆισιν — ἐνιπῇσιν , ἐνίπτω reprove aor subj pass 3rd sg (epic) ἐνῑπῇσιν , ἐνιπή rebuke fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)